μπλαγκέτο

μπλαγκέτο
το
λευκό ψιμύθιο, που χρησιμοποιούσαν οι γυναίκες για λεύκανση τής επιδερμίδας τού προσώπου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. ιταλ. ή βεν. *blanchet(t)o, ενώ κατ' άλλους από προβηγκ. blanquet].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”